Γεννήθηκα στις Λεύκες της Πάρου, ένα ορεινό χωριό που μέχρι τη δεκαετία του 1930 αποτελούσε το μοναδικό δήμο της Πάρου με το όνομα Υρία. Την εποχή εκείνη, η Υρία ήταν το κέντρο κάθε δραστηριότητας. Είχε όλα τα επαγγέλματα, τα εμπορικά καταστήματα, τρεις τουλάχιστον ενορίες, πέντ’ έξι παπάδες και οργανωμένες κομπανίες για τα πανηγύρια και τους γάμους.
Τα πρώτα μου μουσικά ακούσματα απέκτησα μέσα στην εκκλησία, την πετρόχτιστη Αγία Τριάδα, με τα θεόρατα μαρμαροσκαλισμένα καμπαναριά και τις μελωδικές και ρυθμικά ηχούσες καμπάνες. Τα επόμενα ακούσματα ήρθαν από τα γνήσια νησιώτικα τραγούδια και τους σκοπούς που αντιλαλούσαν στις πλαγιές, με τα αρμονικά χτισμένα κάτασπρα σπίτια και τα ρομαντικά σοκάκια.
Ο Σίμων Καράς, όταν το 1965 επισκεφθήκαμε το χωριό για ηχογραφήσεις παραδοσιακών τραγουδιών, απεφάνθη: Τούτος ο τόπος έχει καλή μουσική παράδοση. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι οι ψάλτες στην εκκλησία ψάλλουν σωστά τα προσόμοια (τα χερουβικά και τα κοινωνικά δεν είναι δυνατόν να τα θυμόνται λόγω των μεγάλων μελωδικών γραμμών) και οι οργανοπαίχτες εκτελούν σωστά τα τραγούδια και τους σκοπούς.
Σε τέτοιο μουσικό περιβάλλον βαπτισμένος, φυσικό ήταν να επηρεαστώ βαθιά και ουσιαστικά από τα μουσικά αυτά είδη. Βέβαια στο χωριό, σαν κοσμοπολίτικο κέντρο του νησιού που ήταν, υπήρξαν και τα ρεμπέτικα και οι καντάδες και όλα τα άλλα είδη μουσικής, τα οποία όμως ελάχιστα με επηρέασαν. Το καταγεγραμμένο από εμένα τραγούδι “Μαρία ρία ρα”, εσχάτως έμαθα από το φίλο μου και μουσικολόγο Μάρκο Δραγούμη, ότι πρόκειται περί Ιταλικής ταραντέλας. Τέτοιου είδους ακούσματα “νησιωτοποιήθηκαν” και ενσωματώθηκαν στο τοπικό μουσικό ιδίωμα.
Στην Αθήνα όπου μετοικήσαμε με την οικογένειά μου, στάθηκα τυχερός και μαθήτευσα κοντά στον Σίμωνα Καρά, ο οποίος ήταν η πηγή της γνώσης της εκκλησιαστικής και παραδοσιακής μουσικής, την οποία ο ίδιος ονόμαζε εθνική μουσική. Έτσι, για πρώτη φορά, μαθαίνω με παρασημαντική, τους ήχους των τροπαρίων και των αντίστοιχων τραγουδιών από διάφορες περιοχές της Ελλάδας και παίρνω τα πρώτα μαθήματα λαούτου. Πολύτιμη εμπειρία αποκτήθηκε όταν το 1969 έγινα εξωτερικός συνεργάτης του Ε.Ι.Ρ., στο τμήμα της εθνικής μουσικής.
Αργά αλλά σταθερά, ταυτίστηκα με αυτό το είδος μουσικής και όταν κάποτε με φώναξαν “παραδοσιακέ!” τους ευχαρίστησα εγκάρδια διότι επιτέλους μου προσήψαν “παρώνυμο” (παρατσούκλι) που μου ταίριαζε απόλυτα! Η αλήθεια είναι πως δούλεψα και συνεχίζω να δουλεύω σκληρά πάνω σε αυτό το θέμα. Πάντα πίστευα, σήμερα ίσως περισσότερο, ότι η παραδοσιακή μουσική αποτελεί μοναδικό μέσο έκφρασης των συναισθημάτων κάθε λαού. Αποτελεί πηγή έμπνευσης για αυτό και καταξιώθηκαν όσοι καλλιτέχνες της μουσικής στηρίχθηκαν σε αυτή. Επιστρέφοντας στον χαρακτηρισμός “ο παραδοσιακός”, θυμάμαι ακόμα και την χιουμοριστική ανάλυση αυτών που μου το προσήψαν, ότι ως και οι πολλές τρίχες των αυτιών μου δρουν σαν φίλτρο των ήχων, δίνοντάς μου μεγαλύτερη ικανότητα στην ακρίβεια προσδιορισμού των ηχητικών μικροδιαστημάτων. Εκτιμώ πως με την παραπάνω αναφορά, είναι πλέον φανερός ο λόγος που επέλεξα την φράση “Μανόλης ο παραδοσιακός” σαν τίτλο της ιστοσελίδας μου, η οποία αποτελεί μια προσπάθεια καταγραφής της μακροχρόνιας πορείας μου στο χώρο της παραδοσιακής και εκκλησιαστικής μουσικής.
Αφήστε μια απάντηση